πνίξιμο

πνίξιμο
το, Ν
1. πνιγμός
2. φρ. «είναι για πνίξιμο» και «θέλει πνίξιμο»
μτφ. λέγεται για κάποιον που πρέπει να τιμωρηθεί σκληρά, με βασανιστήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού αόρ. έ-πνιξ-α τού πνίγω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. πρήξ-ιμο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πνίξιμο — το βλ. πνιγμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Пападиамандис, Александрос — Александрос Пападиамандис греч. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης …   Википедия

  • -ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοπνιγία — θαλασσοπνιγία, ή (Μ) [θαλασσοπνίνομαί] πνίξιμο στη θάλασσα …   Dictionary of Greek

  • κατάπνιξη — η (AM κατάπνιξις) [καταπνίγω] 1. το τελειωτικό πνίξιμο, απόπνιξη, αποπνιγμός 2. μτφ. καταστολή, αναχαίτιση, παρεμπόδιση («κατάπνιξη επαναστατικού κινήματος») …   Dictionary of Greek

  • καταποντισμός — ο (Α καταποντισμός) [καταποντίζω] 1. καταπόντιση*, καταβύθιση, πνίξιμο 2. μτφ. μεγάλη πτώση, συντριβή («ο καταποντισμός τού κόμματος στις εκλογές) …   Dictionary of Greek

  • καταπόντιση — η (Μ καταπόντισις) [καταποντίζω] καταβύθιση στη θάλασσα, βούλιαγμα, πνίξιμο νεοελλ. ιατρ. είδος θανάτου από ασφυξία με βύθιση τού κεφαλιού μέσα στο νερό μσν. είδος ποινής ή θρησκευτικής πράξης κατά την οποία έριχναν τον ένοχο ζωντανό στη θάλασσα… …   Dictionary of Greek

  • κρημνοπνιγμός — κρημνοπνιγμός, ὁ (Μ) γκρέμισμα και πνίξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + πνιγμός] …   Dictionary of Greek

  • πλιγούρι — και μπληγούρι και μπλιγούρι και μπλογούρι και πλουγούρι και μπλουγούρι και μπουλγούρι και πνιγούρι, το, Ν 1. χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο σιτάρι που χρησιμοποιείται για την παρασκευή σούπας ή άλλων φαγητών 2. το φαγητό που παρασκευάζεται… …   Dictionary of Greek

  • πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”